- βρότῳ
- βρότοςblood that has run from a woundmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βροτῷ — βροτός mortal man masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτώ — βροτός mortal man masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτῶι — βροτῷ , βροτός mortal man masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνώ — εὐνῶ, άω (Α) [εὐνή] (ποιητ. ρ., διάφ. τ. τού ευνάζω) 1. τοποθετώ κάποιον σε κάποιο μέρος για ενέδρα 2. αποκοιμίζω, καταβαυκαλίζω («εὐνήσασα φρουρόν ὄφιν», Απολλ. Ρόδ.) 3. μτφ. καταπραΰνω («τῆς δ εὔνησε γόον», Ομ. Οδ.) 4. μέσ. εὐνῶμαι α) ξαπλώνω,… … Dictionary of Greek
καταβροτώ — καταβροτῶ, όω (Α) (Ησύχ.) λερώνω με πηγμένο αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βροτῶ (< βρότος «πηγμένο αίμα»)] … Dictionary of Greek
τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα … Dictionary of Greek